ψαλιδόστομος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psalidostomos
|Transliteration C=psalidostomos
|Beta Code=yalido/stomos
|Beta Code=yalido/stomos
|Definition=ον, [[nipper-mouthed]], Com. [[epithet]] of crabs, <span class="bibl">Batr.295</span>.
|Definition=ψαλιδόστομον, [[nipper-mouthed]], Com. [[epithet]] of crabs, Batr.295.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (ως [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του κάβουρα) αυτός που το [[στόμα]] του μοιάζει με [[ψαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>χαλκό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (ως [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του κάβουρα) αυτός που το [[στόμα]] του μοιάζει με [[ψαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[χαλκόστομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:19, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδόστομος Medium diacritics: ψαλιδόστομος Low diacritics: ψαλιδόστομος Capitals: ΨΑΛΙΔΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: psalidóstomos Transliteration B: psalidostomos Transliteration C: psalidostomos Beta Code: yalido/stomos

English (LSJ)

ψαλιδόστομον, nipper-mouthed, Com. epithet of crabs, Batr.295.

German (Pape)

[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ψᾰλῐδόστομος: со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκόστομος].

Greek Monotonic

ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

ψᾰλῐδό-στομος, ον,
nipper-mouthed, of a crab, Batr.