ἀοιδομάχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀοιδομάχος
|Full diacritics=ἀοιδομᾰ́χος
|Medium diacritics=ἀοιδομάχος
|Medium diacritics=ἀοιδομάχος
|Low diacritics=αοιδομάχος
|Low diacritics=αοιδομάχος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aoidomachos
|Transliteration C=aoidomachos
|Beta Code=a)oidoma/xos
|Beta Code=a)oidoma/xos
|Definition=[ᾰ], ον, [[fighting with verses]], λογολέσχαι <span class="title">AP</span>11.140 (Lucill.).
|Definition=[ᾰ], ον, [[fighting with verses]], λογολέσχαι ''AP''11.140 (Lucill.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 16:13, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοιδομᾰ́χος Medium diacritics: ἀοιδομάχος Low diacritics: αοιδομάχος Capitals: ΑΟΙΔΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: aoidomáchos Transliteration B: aoidomachos Transliteration C: aoidomachos Beta Code: a)oidoma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with verses, λογολέσχαι AP11.140 (Lucill.).

Spanish (DGE)

-ον
que compite con versos τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀ. λογολέσχαις AP 11.140 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 272] mit Dichterstellen einander bekämpfend, Lucill. 28 (XI, 140).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dispute le prix du chant ou de la poésie.
Étymologie: ἀοιδή, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀοιδομάχος: состязающийся в песнях (λογολέσχαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον, ἐπὶ γραμματικῶν, ὁ ἐρίζων περὶ λέξεων καὶ στίχων ποιητικῶν, «τούτοις τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀοιδομάχοις λογολέσχαις, τοῖς ἀπ’ Ἀριστάρχου… σήμερον οὐ δειπνῶ μῆνιν ἄειδε θεὰ» Ἀνθ. Π. 11. 140.

Greek Monolingual

ἀοιδομάχος, ο (Α)
(για γραμματικούς) αυτός που ασκεί πολεμική, σχολαστική κριτική σε λέξεις και στίχους ποιητών.

Greek Monotonic

ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), λέγεται για γραμματικούς, αυτός που εμπλέκεται σε ατέρμονες έριδες για το περιεχόμενο ποιητικών λέξεων και εκφράσεων ή για την ερμηνεία των στίχων, σε Ανθ.

Middle Liddell

μάχομαι
fighting with verses, Anth.