ἀπύρηνος: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπύρηνος:''' (ῠ) не имеющий косточек, бескосточковый (φοίνικες Arst.). | |elrutext='''ἀπύρηνος:''' (ῠ) [[не имеющий косточек]], [[бескосточковый]] (φοίνικες Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπύρηνος''': [ῡ], -ον, ὁ μὴ ἔχων πυρῆνα (κουκούτσι) ἢ ἔχων [[λίαν]] [[μαλακὸν]] πυρῆνα, Λατ. apyrenus, ῥοὰ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 165, Θεόφρ. Ἱστ. Φ.4.13, 2· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 10, 3, ὁ [[ἄνευ]] ἀκάνθης, [[ἔγχελυς]] ἣ φύσει ἐστὶν [[ἀπύρηνος]] | |lstext='''ἀπύρηνος''': [ῡ], -ον, ὁ μὴ ἔχων πυρῆνα (κουκούτσι) ἢ ἔχων [[λίαν]] [[μαλακὸν]] πυρῆνα, Λατ. apyrenus, ῥοὰ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 165, Θεόφρ. Ἱστ. Φ.4.13, 2· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 10, 3, ὁ [[ἄνευ]] ἀκάνθης, [[ἔγχελυς]] ἣ φύσει ἐστὶν [[ἀπύρηνος]] [[ἀπήρινος]], Κοραῆς] [[μόνος]] ἰχθύς, [[ἄνευ]] ὀστώδους ἀκάνθης, Ἀθήν. 299Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM ἀπυρηνος, -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[πυρήνα]], [[χωρίς]] [[κουκούτσι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ψάρια) ο [[χωρίς]] αγκάθια. | |mltxt=-η, -ο (AM ἀπυρηνος, -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[πυρήνα]], [[χωρίς]] [[κουκούτσι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ψάρια) ο [[χωρίς]] αγκάθια. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:58, 3 November 2024
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A without stone or without kernel, pipless, ῥοά Ar.Fr.118, Thphr.HP4.13.2; φοῖνιξ Arist.de An.422a29, Fr.267.
II with no spine, ἰχθύς (i.e. ἔγχελυς) Archestr.Fr.8 codd.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 adj., ref. a frutos carente de pepitas ῥοιά Ar.Fr.120, Thphr.HP 4.13.2, PCair.Zen.33.12 (III a.C.), Gp.10.31, Philostr.Ep.45
•de cierta fruta, Arist.de An.422a29, φοῖνιξ Arist.Fr.267, διὰ τί τῶν τε μύρτων τὰ ἐλάττω ἀπυρηνότερά ἐστι; καὶ ἐν τοῖς φοίνιξι καὶ ἐπὶ βοτρύων Arist.Pr.925b23, καρπός Thphr.HP 2.6.6
•fig. que tiene pocas espinas como símbolo del buen comer ἔγχελυς Archestr.SHell.139.9.
2 subst., bot. τὸ ἀπύρηνον una especie de granada que tiene el grano más blando, Seneca Ep.85.5, Mart.13.42.1, Colum.5.10.15, Plin.HN 23.106, 13.122.
German (Pape)
[Seite 341] (πυρήν), ohne Stein od. Kern, vom zarten Kern einer Art Granatäpfel, Ar. bei Ath. XIV, 650 e; Theophr.; vgl. Arist. Metaph. 4, 22.
Russian (Dvoretsky)
ἀπύρηνος: (ῠ) не имеющий косточек, бескосточковый (φοίνικες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπύρηνος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ ἔχων πυρῆνα (κουκούτσι) ἢ ἔχων λίαν μαλακὸν πυρῆνα, Λατ. apyrenus, ῥοὰ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 165, Θεόφρ. Ἱστ. Φ.4.13, 2· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 10, 3, ὁ ἄνευ ἀκάνθης, ἔγχελυς ἣ φύσει ἐστὶν ἀπύρηνος ἀπήρινος, Κοραῆς] μόνος ἰχθύς, ἄνευ ὀστώδους ἀκάνθης, Ἀθήν. 299Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπυρηνος, -ον)
αυτός που δεν έχει πυρήνα, χωρίς κουκούτσι
αρχ.
(για ψάρια) ο χωρίς αγκάθια.