ὀπισθόγραφος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opisthografos | |Transliteration C=opisthografos | ||
|Beta Code=o)pisqo/grafos | |Beta Code=o)pisqo/grafos | ||
|Definition= | |Definition=ὀπισθόγραφον, [[written on the back as well as the front]], of papyrus rolls, Plin.''Ep.''3.5.17, Luc.''Vit. Auct.''9, Ulp.in ''Dig.''37.11.4, ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />écrit sur le revers.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]], [[γράφω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[écrit sur le revers]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]], [[γράφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀπισθόγραφον, written on the back as well as the front, of papyrus rolls, Plin.Ep.3.5.17, Luc.Vit. Auct.9, Ulp.in Dig.37.11.4, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 358] hinten, auf der Rückseite beschrieben, Luc. vit. auct. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit sur le revers.
Étymologie: ὄπισθεν, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθόγρᾰφος: исписанный на обороте (βιβλίον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόγρᾰφος: -ον, ὁ γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ ὄπισθεν μέρους ἢ ἐπὶ τοῦ καλύμματος, βιβλίον Λουκ. Βίων πρᾶσις 9, - τὸ τοῦ Ἰουβεναλίου scriptus et in tergo.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀπισθόγραφος, -ον)
νεοελλ.
ο γραμμένος στην πίσω σελίδα ενός τίτλου
αρχ.
ο γραμμένος στο πίσω μέρος ενός παπύρου, στο κάλυμμά του.
επίρρ...
οπισθογράφως
με οπισθογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -γραφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
ο, η
αυτός που κάνει οπισθογράφηση ενός τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthograph (< οπισθο- + -γράφος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Greek Monotonic
ὀπισθόγρᾰφος: -ον, γραμμένος στην πίσω πλευρά σελίδας ή εξώφυλλου, σε Λουκ.