ἱερομνάμων: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=i(eromna/mwn | |Beta Code=i(eromna/mwn | ||
|Definition=''Doric, Arc.'' for [[ἱερομνήμων]]. | |Definition=''Doric, Arc.'' for [[ἱερομνήμων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱερομνήμων]], Α δωρ. τ. [[ἱερομνάμων]])<br />[[τίτλος]] που απονέμεται σε ιερείς<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] που έδιναν, [[κατά]] τη βυζαντινή [[εποχή]] [[κυρίως]], σε διακόνους και, σπάνια, σε ιερείς ή λαϊκούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνώριζε τα σχετικά με τη [[θεία]] [[λατρεία]]<br /><b>2.</b> ο [[αντιπρόσωπος]] τών αμφικτυονικών [[πόλεων]] στο δελφικό [[συνέδριο]]<br /><b>3.</b> ο [[άρχοντας]] που φρόντιζε για τις θυσίες («ἐπὶ ἱερομνήμονος... Δαμάγητος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ ἱερομνήμονες</i><br />δημόσιοι λειτουργοί που ασκούσαν καθήκοντα γραμματέων<br /><b>5.</b> (στη [[Ρώμη]]) ποντίφικας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μνήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνήμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>μιμνῄσκω</i>), [[πρβλ]]. [[αειμνήμων]], [[πολυμνήμων]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:29, 10 September 2023
English (LSJ)
Doric, Arc. for ἱερομνήμων.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱερομνήμων, Α δωρ. τ. ἱερομνάμων)
τίτλος που απονέμεται σε ιερείς
(νεοελλ.-μσν.) εκκλησιαστικό αξίωμα που έδιναν, κατά τη βυζαντινή εποχή κυρίως, σε διακόνους και, σπάνια, σε ιερείς ή λαϊκούς
αρχ.
1. αυτός που γνώριζε τα σχετικά με τη θεία λατρεία
2. ο αντιπρόσωπος τών αμφικτυονικών πόλεων στο δελφικό συνέδριο
3. ο άρχοντας που φρόντιζε για τις θυσίες («ἐπὶ ἱερομνήμονος... Δαμάγητος», Δημοσθ.)
4. στον πληθ. oἱ ἱερομνήμονες
δημόσιοι λειτουργοί που ασκούσαν καθήκοντα γραμματέων
5. (στη Ρώμη) ποντίφικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -μνήμων (< μνήμων < μιμνῄσκω), πρβλ. αειμνήμων, πολυμνήμων.