ἱερομνάμων

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερομνᾱ́μων Medium diacritics: ἱερομνάμων Low diacritics: ιερομνάμων Capitals: ΙΕΡΟΜΝΑΜΩΝ
Transliteration A: hieromnámōn Transliteration B: hieromnamōn Transliteration C: ieromnamon Beta Code: i(eromna/mwn

English (LSJ)

Doric, Arc. for ἱερομνήμων.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱερομνήμων, Α δωρ. τ. ἱερομνάμων)
τίτλος που απονέμεται σε ιερείς
(νεοελλ.-μσν.) εκκλησιαστικό αξίωμα που έδιναν, κατά τη βυζαντινή εποχή κυρίως, σε διακόνους και, σπάνια, σε ιερείς ή λαϊκούς
αρχ.
1. αυτός που γνώριζε τα σχετικά με τη θεία λατρεία
2. ο αντιπρόσωπος τών αμφικτυονικών πόλεων στο δελφικό συνέδριο
3. ο άρχοντας που φρόντιζε για τις θυσίες («ἐπὶ ἱερομνήμονος... Δαμάγητος», Δημοσθ.)
4. στον πληθ. oἱ ἱερομνήμονες
δημόσιοι λειτουργοί που ασκούσαν καθήκοντα γραμματέων
5. (στη Ρώμη) ποντίφικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -μνήμων (< μνήμων < μιμνῄσκω), πρβλ. αειμνήμων, πολυμνήμων.