μαθητεία: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mathiteia | |Transliteration C=mathiteia | ||
|Beta Code=maqhtei/a | |Beta Code=maqhtei/a | ||
|Definition=poet. | |Definition=poet. [[μαθητείη]], ἡ, [[instruction from a teacher]], Timo 54, D. Chr.4.41. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
poet. μαθητείη, ἡ, instruction from a teacher, Timo 54, D. Chr.4.41.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητεία: ἡ, τὸ μαθητεύειν, διδασκαλία, Δίων Χρυσ. 1. 155, Ἰουστῖν. πρὸς Τρύφ. 53, σ. 593Β, Ὠριγέν. Ι. 544C, 773C.
Greek Monolingual
η (AM μαθητεία, Α ποιητ. τ. μαθητείη) μαθητεύω
νεοελλ.
το χρονικό διάστημα κατά το οποίο σπουδάζει κάποιος
μσν.-αρχ.
η διδασκαλία που παραδίδεται στον μαθητή («ἐκπέσατε ἀπὸ τῆς μαθητείας Χριστοῦ», Στουδ. Θεόδ.).
German (Pape)
ἡ, der Unterricht, den der Schüler genießt, Sp.