μαθητεία
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
poet. μαθητείη, ἡ, instruction from a teacher, Timo 54, D. Chr.4.41.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητεία: ἡ, τὸ μαθητεύειν, διδασκαλία, Δίων Χρυσ. 1. 155, Ἰουστῖν. πρὸς Τρύφ. 53, σ. 593Β, Ὠριγέν. Ι. 544C, 773C.
Greek Monolingual
η (AM μαθητεία, Α ποιητ. τ. μαθητείη) μαθητεύω
νεοελλ.
το χρονικό διάστημα κατά το οποίο σπουδάζει κάποιος
μσν.-αρχ.
η διδασκαλία που παραδίδεται στον μαθητή («ἐκπέσατε ἀπὸ τῆς μαθητείας Χριστοῦ», Στουδ. Θεόδ.).
German (Pape)
ἡ, der Unterricht, den der Schüler genießt, Sp.