λιχνώδης: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (pape replacement)
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lichnodis
|Transliteration C=lichnodis
|Beta Code=lixnw/dhs
|Beta Code=lixnw/dhs
|Definition=ες, = [[λίχνος]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>325</span> (Sup.).
|Definition=λιχνῶδες, = [[λίχνος]], [[greedy]], Ael.''Fr.''325 (Sup.).
}}
{{pape
|ptext=λιχνῶδες, <i>[[leckerhaft]]</i>, Suid.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λιχνώδης''': -ες, = [[λίχνος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σοβαρός]].
|lstext='''λιχνώδης''': λιχνῶδες, = [[λίχνος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σοβαρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιχνώδης]], -ῶδες (AM) [[λίχνος]]<br />[[επιρρεπής]] στη [[λιχνεία]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιχνῶδες</i><br />η [[λαιμαργία]], η [[λιχνεία]].
|mltxt=[[λιχνώδης]], λιχνῶδες, (AM) [[λίχνος]]<br />[[επιρρεπής]] στη [[λιχνεία]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>[[τὸ λιχνῶδες]]</i><br />η [[λαιμαργία]], η [[λιχνεία]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[leckerhaft]]</i>, Suid.
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 22 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνώδης Medium diacritics: λιχνώδης Low diacritics: λιχνώδης Capitals: ΛΙΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lichnṓdēs Transliteration B: lichnōdēs Transliteration C: lichnodis Beta Code: lixnw/dhs

English (LSJ)

λιχνῶδες, = λίχνος, greedy, Ael.Fr.325 (Sup.).

German (Pape)

λιχνῶδες, leckerhaft, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λιχνώδης: λιχνῶδες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.

Greek Monolingual

λιχνώδης, λιχνῶδες, (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.