διάτρητος: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diatritos | |Transliteration C=diatritos | ||
|Beta Code=dia/trhtos | |Beta Code=dia/trhtos | ||
|Definition= | |Definition=διάτρητον,<br><span class="bld">A</span> [[bored through]], [[pierced]], Gal.2.668.<br><span class="bld">II</span> [[cage cup]], Latin: [[vas diatretum]], [[diatretum]], pl. [[cage cups]], [[glass vessels with open-work decoration]], Latin: [[diatreta]], Mart.12.70.9. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
διάτρητον,
A bored through, pierced, Gal.2.668.
II cage cup, Latin: vas diatretum, diatretum, pl. cage cups, glass vessels with open-work decoration, Latin: diatreta, Mart.12.70.9.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): lat. plu. diatreta Mart.12.70
I 1perforado, horadado ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas PWash.Univ.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.Th.232a.
2 cincelado, calado λίθοι e.e. formando celosías Thdt.Qu.17 in 3Re.6.9 (p.138), Qu.2 in 4Re.1.2 (p.194).
II subst., neutr. plu. vasos diatreta, vasos de cristal con decoración calada Mart.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
διάτρητος: -ον, διατετρημένος, διατετρυπημένος, Ἰω. Δαμασκ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάτρητος, -ον) διατετραίνω
αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος
νεοελλ.
φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς
αρχ.
1. παράθυρο με δικτυωτά κάγκελα («οἶκος... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῖς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το διάτρωτον (και πληθ.) διάτρητα
πολύτιμο γυάλινο αγγείο που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.
German (Pape)
durchbohrt, durchlöchert, Sp.