νυκτιπλανής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktiplanis | |Transliteration C=nyktiplanis | ||
|Beta Code=nuktiplanh/s | |Beta Code=nuktiplanh/s | ||
|Definition= | |Definition=νυκτιπλανές, = [[νυκτίπλανος]] ([[roaming by night]]), νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Opp. ''C.'' 3.268 ([[variae lectiones|vv.ll.]] νυκτιπλανῆτιν τ. (sic), νυκτιπλάνητον ἐοῦσαν). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
νυκτιπλανές, = νυκτίπλανος (roaming by night), νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Opp. C. 3.268 (vv.ll. νυκτιπλανῆτιν τ. (sic), νυκτιπλάνητον ἐοῦσαν).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτιπλᾰνής: -ές, = τῷ ἑπομ., νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Ὀππ. Κ. 3.268, ἔνθα ἕτεροι, νυκτιπλανῆτιν ἐοῦσαν· - ὡσαύτως νυκτοπλανής, Μανέθων 1. 311.
Greek Monolingual
νυκτιπλανής, -ές (Α)
βλ. νυκτοπλανής.
German (Pape)
ές, = νυκτίπλαγκτος.