χάννος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(a) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=χάννος | |||
|Medium diacritics=χάννος | |||
|Low diacritics=χάννος | |||
|Capitals=ΧΑΝΝΟΣ | |||
|Transliteration A=chánnos | |||
|Transliteration B=channos | |||
|Transliteration C=channos | |||
|Beta Code=xa/nnos | |||
|Definition=ὁ, = [[χάννα]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] ὁ, s. [[χάνη]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] ὁ, s. [[χάνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[χάνος]] Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla της οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη [[μορφή]] και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, [[αλλά]] συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη της οικογένειας, [[δηλαδή]] τον ροφό, τη [[σφυρίδα]], τη [[στήρα]] και το [[λαβράκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χαζός]], [[χάχας]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[χάννη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του αρχ. [[χάννη]], [[κατά]] τα αρσ.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, = χάννα.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, s. χάνη.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χάνος Ν
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla της οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη της οικογένειας, δηλαδή τον ροφό, τη σφυρίδα, τη στήρα και το λαβράκι
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) χαζός, χάχας
αρχ.
η χάννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. χάννη, κατά τα αρσ.].