τρίπλοκος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triplokos
|Transliteration C=triplokos
|Beta Code=tri/plokos
|Beta Code=tri/plokos
|Definition=ον, = <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">triplex</b>, Gloss.</span>
|Definition=τρίπλοκον, = [[triplex]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1146.png Seite 1146]] = [[τριπλεκής]] (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1146.png Seite 1146]] = [[τριπλεκής]] (?).
}}
{{ls
|lstext='''τρίπλοκος''': -ον, ([[πλέκω]]) = [[τριπλεκής]], τριπλόκῳ σχοινίῳ Εὐστ. Πονημ. 126. 44, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί από [[τρία]] μέρη, («τριπλόκῳ σχοινίῳ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, [[τριμερής]], [[τριπλός]] («[[ὥσπερ]] σειράν τινα ἁγίαν καὶ ζῶσαν ἐκ τριπλόκου δυνάμεως εἰσήγαγεν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[δεκάπλοκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπλοκος Medium diacritics: τρίπλοκος Low diacritics: τρίπλοκος Capitals: ΤΡΙΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: tríplokos Transliteration B: triplokos Transliteration C: triplokos Beta Code: tri/plokos

English (LSJ)

τρίπλοκον, = triplex, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1146] = τριπλεκής (?).

Greek (Liddell-Scott)

τρίπλοκος: -ον, (πλέκω) = τριπλεκής, τριπλόκῳ σχοινίῳ Εὐστ. Πονημ. 126. 44, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει πλεχθεί από τρία μέρη, («τριπλόκῳ σχοινίῳ», Ευστ.)
2. (γενικά) αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριπλόςὥσπερ σειράν τινα ἁγίαν καὶ ζῶσαν ἐκ τριπλόκου δυνάμεως εἰσήγαγεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκάπλοκος].