δοτός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dotos
|Transliteration C=dotos
|Beta Code=doto/s
|Beta Code=doto/s
|Definition=ή, όν, (δίδωμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">granted</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>1.11</span>, <span class="bibl">Ph.1.273</span>; <b class="b2">that may</b> or <b class="b2">must be granted</b>, <span class="bibl">Max.Tyr.11.7</span>.</span>
|Definition=δοτή, δοτόν, ([[δίδωμι]]) [[granted]], [[LXX]] ''1 Ki.''1.11, Ph.1.273; [[that may]] or [[must be granted]], Max.Tyr.11.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[entregado]], [[donado]], [[consagrado]] Θεῷ δ. πρὸ γενέσεως consagrado a Dios antes de nacer</i> Gr.Naz.M.36.596A.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> [[lo dado]], e.e., [[don]] δώσω αὐτὸν ... δοτόν le daré un don</i> [[LXX]] 1<i>Re</i>.1.11, cf. Ph.1.273<br /><b class="num"></b>fig. [[destino]] κατὰ δοτὸν ἀποθνήσκουσιν ἄνθρωποι Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.456D.<br /><b class="num">2</b> [[lo que puede darse]] οὐδὲ δώσει τὰ μὴ σοὶ δοτά Max.Tyr.5.7.
}}
{{ls
|lstext='''δοτός''': -ή, -όν, ([[δίδωμι]]) δεδομένος, Ἑβδ (1 Βασιλ. α΄, 11, Φίλων 1. 273. 2) ὁ δυνάμενος νὰ δοθῇ, Μάξ. Τύρ. 42. 44· τὸ δ., [[δῶρον]] Inscr. Chandl. σ. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοτός]], -ή, -όν) [[δίδωμι]]<br />αυτός που έχει δοθεί ή μπορεί να δοθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δοτός]] [[πρωθυπουργός]]», «[[δοτός]] [[πρόεδρος]]», «δοτή [[διοίκηση]]» κ.λπ.<br />[[πρωθυπουργός]], [[πρόεδρος]], διοικητικό [[συμβούλιο]] κ.λπ. του οποίου η [[ανάδειξη]] έχει μεθοδευθεί [[άνωθεν]] [[παράνομα]] και αντισυνταγματικά ή με αμφισβητούμενη [[συνταγματικότητα]] και [[νομιμότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοτός Medium diacritics: δοτός Low diacritics: δοτός Capitals: ΔΟΤΟΣ
Transliteration A: dotós Transliteration B: dotos Transliteration C: dotos Beta Code: doto/s

English (LSJ)

δοτή, δοτόν, (δίδωμι) granted, LXX 1 Ki.1.11, Ph.1.273; that may or must be granted, Max.Tyr.11.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I entregado, donado, consagrado Θεῷ δ. πρὸ γενέσεως consagrado a Dios antes de nacer Gr.Naz.M.36.596A.
II subst. τὸ δ.
1 lo dado, e.e., don δώσω αὐτὸν ... δοτόν le daré un don LXX 1Re.1.11, cf. Ph.1.273
fig. destino κατὰ δοτὸν ἀποθνήσκουσιν ἄνθρωποι Eus.Alex.Serm.M.86.456D.
2 lo que puede darse οὐδὲ δώσει τὰ μὴ σοὶ δοτά Max.Tyr.5.7.

Greek (Liddell-Scott)

δοτός: -ή, -όν, (δίδωμι) δεδομένος, Ἑβδ (1 Βασιλ. α΄, 11, Φίλων 1. 273. 2) ὁ δυνάμενος νὰ δοθῇ, Μάξ. Τύρ. 42. 44· τὸ δ., δῶρον Inscr. Chandl. σ. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοτός, -ή, -όν) δίδωμι
αυτός που έχει δοθεί ή μπορεί να δοθεί
νεοελλ.
φρ. «δοτός πρωθυπουργός», «δοτός πρόεδρος», «δοτή διοίκηση» κ.λπ.
πρωθυπουργός, πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο κ.λπ. του οποίου η ανάδειξη έχει μεθοδευθεί άνωθεν παράνομα και αντισυνταγματικά ή με αμφισβητούμενη συνταγματικότητα και νομιμότητα.