διχῇ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δῐχῇ) <b class="num">• Alolema(s):</b> [[διχεῖ]] Maier, <i>GMBI</i> 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.<i>VC</i> 13, Plu.2.442a, Aristid.<i>Or</i>.37.13<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en dos partes]] [[διχῇ]] δ' ἀντίπορον γαῖαν A.<i>Supp</i>.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.<i>Oss</i>.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.<i>Ti</i>.62c, ποδῶν [[ἕκαστος]] ... δ. διῄρηται Arist.<i>HA</i> 503<sup>a</sup>23, cf. Thphr.<i>HP</i> 6.6.2, D.S.19.4, I.<i>BI</i> 5.356, Plu.<i>Crass</i>.21, Aristid.<i>Or</i>.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, [[ἔνθα]] δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.<i>AI</i> 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.<i>AI</i> 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, ([[διατείχισμα]]) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.<br /><b class="num">2</b> [[de dos maneras]] ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.<i>R</i>.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.<i>Lg</i>.720e, [[δεῖ]] δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.<i>Or</i>.37.13.
|dgtxt=(δῐχῇ) <b class="num">• Alolema(s):</b> [[διχεῖ]] Maier, <i>GMBI</i> 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.<i>VC</i> 13, Plu.2.442a, Aristid.<i>Or</i>.37.13<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en dos partes]] [[διχῇ]] δ' ἀντίπορον γαῖαν A.<i>Supp</i>.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.<i>Oss</i>.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.<i>Ti</i>.62c, ποδῶν [[ἕκαστος]] ... δ. διῄρηται Arist.<i>HA</i> 503<sup>a</sup>23, cf. Thphr.<i>HP</i> 6.6.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.4, I.<i>BI</i> 5.356, Plu.<i>Crass</i>.21, Aristid.<i>Or</i>.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, [[ἔνθα]] δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.<i>AI</i> 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.<i>AI</i> 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, ([[διατείχισμα]]) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.<br /><b class="num">2</b> [[de dos maneras]] ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.<i>R</i>.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.<i>Lg</i>.720e, [[δεῖ]] δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.<i>Or</i>.37.13.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διχῇ Medium diacritics: διχῇ Low diacritics: διχή Capitals: ΔΙΧΗ
Transliteration A: dichē̂i Transliteration B: dichē Transliteration C: dichi Beta Code: dixh=|

English (LSJ)

Adv. = δίχα, in two, asunder, A. Supp. 544 (lyr.), Pl. Ti. 620, etc.
in two ways, δ. ἐπονομασθῆναι Id. R. 445d; δεῖ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D. 1.18.

Spanish (DGE)

(δῐχῇ) • Alolema(s): διχεῖ Maier, GMBI 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.VC 13, Plu.2.442a, Aristid.Or.37.13
adv.
1 en dos partes διχῇ δ' ἀντίπορον γαῖαν A.Supp.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.Oss.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.Ti.62c, ποδῶν ἕκαστος ... δ. διῄρηται Arist.HA 503a23, cf. Thphr.HP 6.6.2, D.S.19.4, I.BI 5.356, Plu.Crass.21, Aristid.Or.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, ἔνθα δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.AI 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.AI 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, (διατείχισμα) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.
2 de dos maneras ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.R.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.Lg.720e, δεῖ δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.Or.37.13.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en deux;
2 doublement.
Étymologie: δίχα.

Greek Monotonic

δῐχῇ: επίρρ. δίχα·
1. στα δύο, χωριστά, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. με δύο τρόπους, στον ίδ., σε Δημ.

German (Pape)

= δίχα; διατέμνειν Aesch. Suppl. 539; διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, Plat. Phil. 23c, Crat. 396a, und öfter; auch Sp; – doppelt, Plat. Rep. IV.445d; Dem. 1.18.