παρέκχυσις: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parekchysis | |Transliteration C=parekchysis | ||
|Beta Code=pare/kxusis | |Beta Code=pare/kxusis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[overflowing]], of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc.<br><span class="bld">2</span> [[effusion]], αἵματος Gal.19.124; of humours, Cass.Fel.76; = [[ὕδερος]], Cael.Aur.''TP''3.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc.
2 effusion, αἵματος Gal.19.124; of humours, Cass.Fel.76; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 débordement d'un fleuve;
2 épanchement d'humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.
Russian (Dvoretsky)
παρέκχῠσις: εως ἡ разлив, наводнение Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσις ἢ ἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ παρεκχέω
1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα
2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος», Γαλ.)
αρχ.
(για χυμούς) έκχυση.
Greek Monotonic
παρέκχῠσις: ἡ, εκχείλιση, λέγεται για ποτάμια, σε Στράβ.
Middle Liddell
παρέκχῠσις, εως, [from παρεκχέω
an overflowing, of rivers, Strab.