τετυφωμένως: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetyfomenos | |Transliteration C=tetyfomenos | ||
|Beta Code=tetufwme/nws | |Beta Code=tetufwme/nws | ||
|Definition=Adv., (τυφόω) [[stupidly]], | |Definition=Adv., ([[τυφόω]]) [[stupidly]], D.23.137. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (τυφόω) stupidly, D.23.137.
German (Pape)
[Seite 1101] adv. part. perf. pass. von τυφόω, thörichterweise, Dem. 23, 137.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 stupidement;
2 d'une façon cachée.
Étymologie: τυφόω.
Russian (Dvoretsky)
τετῡφωμένως: бессмысленно, глупо Dem.
Greek (Liddell-Scott)
τετῡφωμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ τυφόω, μετά τύφου, ἀνοήτως, ἠλιθίως, Δημ. 665. 13. 2) μετ’ οἰήσεως ἢ ἐπάρσεως, Κλήμ. Ἀλ. 191.
Greek Monolingual
Α
1. με έπαρση, με περηφάνεια
2. με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος του τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τετυφωμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τυφόω, ανόητα, σε Δημ.