καταληπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataliptir
|Transliteration C=kataliptir
|Beta Code=katalhpth/r
|Beta Code=katalhpth/r
|Definition=ῆρος<b class="b3">, ο</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strap for holding fast</b>, Hsch. s.v. [[μαχαιροδέτης]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">clamp</b>, <span class="title">BCH</span>29.468 (Delos). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Archit., <b class="b2">top course of stylobate</b>, IG22.1682.11; <b class="b2">coping laid on</b> <b class="b3">ὀρθοστάται</b>, ib.11(2).287<span class="title">A</span>120 (Delos, iii B.C.).</span>
|Definition=καταληπτῆρος, ο,<br><span class="bld">A</span> [[strap for holding fast]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μαχαιροδέτης]].<br><span class="bld">2</span> [[clamp]], ''BCH''29.468 (Delos).<br><span class="bld">3</span> Archit., [[top course of stylobate]], IG22.1682.11; [[coping laid on]] [[ὀρθοστάται]], ib.11(2).287''A''120 (Delos, iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ῆρος, ὁ, Riemen zum Anfassen, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ῆρος, ὁ, Riemen zum Anfassen, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''καταληπτήρ''': -ῆρος, ὁ, [[ἱμάς]], δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου [[μέρος]] ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταληπτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> ο [[ιμάντας]] με τον οποίο δένεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο [[μέρος]] του στυλοβάτη [[πάνω]] στους οποίους εγείρονται οι κίονες<br /><b>3.</b> η [[συναρμογή]], ο [[σύνδεσμος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταληπτήρ Medium diacritics: καταληπτήρ Low diacritics: καταληπτήρ Capitals: ΚΑΤΑΛΗΠΤΗΡ
Transliteration A: katalēptḗr Transliteration B: katalēptēr Transliteration C: kataliptir Beta Code: katalhpth/r

English (LSJ)

καταληπτῆρος, ο,
A strap for holding fast, Hsch. s.v. μαχαιροδέτης.
2 clamp, BCH29.468 (Delos).
3 Archit., top course of stylobate, IG22.1682.11; coping laid on ὀρθοστάται, ib.11(2).287A120 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1360] ῆρος, ὁ, Riemen zum Anfassen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καταληπτήρ: -ῆρος, ὁ, ἱμάς, δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου μέρος ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.

Greek Monolingual

καταληπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταλαμβάνω
1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι
2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος του στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες
3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος.