συνεπιρρέω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepirreo
|Transliteration C=synepirreo
|Beta Code=sunepirre/w
|Beta Code=sunepirre/w
|Definition=[[flow to together]], Gal.13.668, <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.69.19</span> (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος <span class="bibl">D.H.10.16</span>; [[extend in flow]], ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.
|Definition=[[flow to together]], Gal.13.668, ''PGrenf.''2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; [[extend in flow]], ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέω Medium diacritics: συνεπιρρέω Low diacritics: συνεπιρρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΩ
Transliteration A: synepirréō Transliteration B: synepirreō Transliteration C: synepirreo Beta Code: sunepirre/w

English (LSJ)

flow to together, Gal.13.668, PGrenf.2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; extend in flow, ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.

French (Bailly abrégé)

couler ou se répandre de tous côtés.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέω.

German (Pape)

(ῥέω), mit od. zugleich hinzufließen, Plut. Symp. 6.9.3.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέω: одновременно стекать, растекаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέω: συρρέω, τρέχω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ ἔλαιον συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιρρέω
1. τρέχω προς ένα σημείο μαζί με άλλον
2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
μσν.
μτφ. συντελώ, συμβάλλω.