καθετήριον: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathetirion
|Transliteration C=kathetirion
|Beta Code=kaqeth/rion
|Beta Code=kaqeth/rion
|Definition=(sc. <b class="b3">ὄργανον</b>), τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[καθετήρ]] 1, f.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.157</span>; <b class="b3">τὸ ὄργανον τὸ κ</b>. <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.9</span>.</span>
|Definition=(''[[sc.]]'' [[ὄργανον]]), τό, = [[καθετήρ]] 1, [[falsa lectio|f.l.]] in Hp.''Mul.''2.157; <b class="b3">τὸ ὄργανον τὸ κ.</b> Aret.''CA''2.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] [[ὄργανον]], = [[καθετήρ]] 1, Aret.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] [[ὄργανον]], = [[καθετήρ]] 1, Aret.
}}
{{ls
|lstext='''καθετήριον''': τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ [[ὄργανον]] τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθετήριον]], τὸ (Α) [[καθίημι]]<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] από λινό ύφασμα που τίθεται [[μέσα]] σε [[πληγή]] για [[απορρόφηση]] υγρών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[ὄργανον]] τὸ [[καθετήριον]]» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ <b>(Αρετ.)</b>.
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθετήριον Medium diacritics: καθετήριον Low diacritics: καθετήριον Capitals: ΚΑΘΕΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kathetḗrion Transliteration B: kathetērion Transliteration C: kathetirion Beta Code: kaqeth/rion

English (LSJ)

(sc. ὄργανον), τό, = καθετήρ 1, f.l. in Hp.Mul.2.157; τὸ ὄργανον τὸ κ. Aret.CA2.9.

German (Pape)

[Seite 1283] ὄργανον, = καθετήρ 1, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

καθετήριον: τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ ὄργανον τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.

Greek Monolingual

καθετήριον, τὸ (Α) καθίημι
1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών
2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.).