εὐχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efchaitis
|Transliteration C=efchaitis
|Beta Code=eu)xai/ths
|Beta Code=eu)xai/ths
|Definition=ου, ὁ, [[with beautiful hair]], Γανυμήδης <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>53</span>; [[epithet]] of Hades, <span class="title">Ath.Mitt.</span>24.257 (Thrace); ofhorses, [[with beautiful mane]], <span class="bibl">Poll. 5.83</span>; of plants, [[with beautiful leaves]], λωτός <span class="title">AP</span>4.1.51 (Mel.); [[κισσός]] ib.<span class="bibl">9.669</span> (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.
|Definition=εὐχαίτου, ὁ, [[with beautiful hair]], Γανυμήδης Call.''Epigr.''53; [[epithet]] of Hades, ''Ath.Mitt.''24.257 (Thrace); ofhorses, [[with beautiful mane]], Poll. 5.83; of plants, [[with beautiful leaves]], λωτός ''AP''4.1.51 (Mel.); [[κισσός]] ib.9.669 (Marian.): also [[εὔχαιτος]], ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαίτης Medium diacritics: εὐχαίτης Low diacritics: ευχαίτης Capitals: ΕΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: euchaítēs Transliteration B: euchaitēs Transliteration C: efchaitis Beta Code: eu)xai/ths

English (LSJ)

εὐχαίτου, ὁ, with beautiful hair, Γανυμήδης Call.Epigr.53; epithet of Hades, Ath.Mitt.24.257 (Thrace); ofhorses, with beautiful mane, Poll. 5.83; of plants, with beautiful leaves, λωτός AP4.1.51 (Mel.); κισσός ib.9.669 (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.

German (Pape)

[Seite 1108] ὁ, mit schönem, langem Haare, Ganymedes, Callim. 9, 56; Dionysus, Gaetul. 9 (IX, 409), wie Himer. or. 21, 8 u. Hymn. in Dion. (IX, 524); auch κισσός, Marian. Schol. 3 (IX, 669), schönrankig, wie λωτός, schönlaubig, Mel. 1, 51 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 à la belle ou épaisse chevelure;
2 au feuillage touffu ; boisé.
Étymologie: εὖ, χαίτη.

Russian (Dvoretsky)

εὐχαίτης: ου adj.
1 с пышными кудрями (Διόνυσος Anth.);
2 с густой листвой (κισσός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχαίτης: -ου, ὁ ἔχων ὡραίαν κόμην, Καλλ. Ἐπιγράμ. 56· ἔχων ὡραίαν χαίτην, Πολυδ. Ε΄, 83· ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 51., 9. 669.

Greek Monolingual

εὐχαίτης, ὁ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει ωραία χαίτη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», Καλλ.)
3. ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη
4. συνεκδ. (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα, ο βαθύσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαίτη.

Greek Monotonic

εὐχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-χαίτης, ου, χαίτη
with beautiful hair: of trees, with beautiful leaves, Anth.