χλοάζω: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chloazo | |Transliteration C=chloazo | ||
|Beta Code=xloa/zw | |Beta Code=xloa/zw | ||
|Definition=(χλόη) < | |Definition=([[χλόη]])<br><span class="bld">A</span> to [[be bright green]], Arist.''Mir.''846b13: especially of plants, Corn.''ND''28, Plu.2.517d, ''Gp.''11.18.8; τὸ χλοάζον πᾶν Ael. ''VH''3.1.<br><span class="bld">II</span> [[sprout]], [[bud]], Nic.''Th.''576; <b class="b3">σπέρμα παρ' ἀτραπιτοῖσι χλοάζον</b> ib.917.<br><span class="bld">III</span> Med., [[feed on grass]], Hippiatr.97.<br><span class="bld">IV</span> metaph., <b class="b3">ἄρτι χλοαζούσας αὐλητρίδας</b> [[budding]], cj. for <b class="b3">χνο-</b> in Metag.4.3 (hex.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
(χλόη)
A to be bright green, Arist.Mir.846b13: especially of plants, Corn.ND28, Plu.2.517d, Gp.11.18.8; τὸ χλοάζον πᾶν Ael. VH3.1.
II sprout, bud, Nic.Th.576; σπέρμα παρ' ἀτραπιτοῖσι χλοάζον ib.917.
III Med., feed on grass, Hippiatr.97.
IV metaph., ἄρτι χλοαζούσας αὐλητρίδας budding, cj. for χνο- in Metag.4.3 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1359] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
χλοάζω:
1 становиться зеленым, зеленеть (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);
2 быть зеленым: ἡ χλοάζουσα χροιά Arst. зеленый цвет, зелень.
Greek (Liddell-Scott)
χλοάζω: μέλλ. άσω, (χλόη) εἶμαι ἢ γίνομαι χλοερός, πρασινίζω, ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς πράσινος, αὐτόθι 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, τρώγω χλόην, δηλ. χόρτον χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ ἀνθηρός ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χλοάω Α χλόη
είμαι ή γίνομαι χλοερός, πρασινίζω
μσν.-αρχ.
1. έχω χρώμα πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», Πλούτ.)
2. μέσ. χλοάζομαι
τρώω χλωρά χόρτα.