δυσμετάθετος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysmetathetos | |Transliteration C=dysmetathetos | ||
|Beta Code=dusmeta/qetos | |Beta Code=dusmeta/qetos | ||
|Definition= | |Definition=δυσμετάθετον, [[hard to alter]], of persons, [[opinionated]], Plb.12.26d.5; προαίρεσις Plu.2.799b; [[hard to remove]], Gal.11.215. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσμετάθετον, hard to alter, of persons, opinionated, Plb.12.26d.5; προαίρεσις Plu.2.799b; hard to remove, Gal.11.215.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. porfiado, terco δυσέριδες ... καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι Plb.12.26d.5, cf. Plu.2.535b.
2 de cosas difícil de trasladar τὰ λελυμένα (δεσμίδια) op. εὐμετάθετα Gal.11.215
•difícil de cambiar, inmutable ἡ προαίρεσις Plu.2.799b, ἡ συνήθεια Gr.Nyss.Virg.286.10.
II adv. -ως de modo inamovible o difícilmente alterable δ. σχήσουσιν αὐτῆς Ps.Nonn.Comm.in Or.4.21.
German (Pape)
[Seite 684] schwer umzusetzen, umzuändern, καὶ ἄτρεπτος Plut. reipubl. ger. praec. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μετατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
δυσμετάθετος: Polyb., Plut. = δυσμετάβλητος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάθετος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνικοι καὶ δ. Πολύβ. Ἐκλ. Vat. 401, Πλούτ. 2. 799Β.
Greek Monolingual
δυσμετάθετος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, ισχυρογνώμων, επίμονος
2. αυτός που δύσκολα μετατίθεται.