κοπροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koproforos
|Transliteration C=koproforos
|Beta Code=koprofo/ros
|Beta Code=koprofo/ros
|Definition=ον, [[carrying dung]], <span class="bibl">Poll.7.134</span>; ὄνος <span class="bibl">Id.1.226</span>; <b class="b3">κόφινος κ</b>. [[dung]]-basket, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.8.6</span>.
|Definition=κοπροφόρον, [[carrying dung]], Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; <b class="b3">κόφινος κ.</b> [[dung]]-basket, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.8.6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφόρος Medium diacritics: κοπροφόρος Low diacritics: κοπροφόρος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: koprophóros Transliteration B: koprophoros Transliteration C: koproforos Beta Code: koprofo/ros

English (LSJ)

κοπροφόρον, carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.

German (Pape)

Mist tragend; κόφινος, Mistkorb, Xen. Mem. 3.8.6; Poll. 7.134; ὄνος 1.226.

Russian (Dvoretsky)

κοπροφόρος: служащий для переноски навоза (κόφινος Xen.).

Greek Monolingual

κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριάκόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.

Middle Liddell

κοπρο-φόρος, ον φέρω
carrying dung; κόφινος κ. a dung- basket, Xen.