μουσοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mousofilis
|Transliteration C=mousofilis
|Beta Code=mousofilh/s
|Beta Code=mousofilh/s
|Definition=ές, [[loving the Muses]], ἕταρος <span class="title">AP</span>11.44 (Phld.).
|Definition=μουσοφιλές, [[loving the Muses]], ἕταρος ''AP''11.44 (Phld.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[μουσοφιλής]], -ές)<br />[[προσφιλής]] στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]) <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>φιλής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[μουσοφιλής]], -ές)<br />[[προσφιλής]] στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]) [[πρβλ]]. [[θεοφιλής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοφῐλής Medium diacritics: μουσοφιλής Low diacritics: μουσοφιλής Capitals: ΜΟΥΣΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: mousophilḗs Transliteration B: mousophilēs Transliteration C: mousofilis Beta Code: mousofilh/s

English (LSJ)

μουσοφιλές, loving the Muses, ἕταρος AP11.44 (Phld.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ami des Muses.
Étymologie: μοῦσα, φιλέω.

Russian (Dvoretsky)

μουσοφῐλής: любящий муз Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοφῐλής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλούμενος, Ἀνθ. Π. 11. 44.

Greek Monolingual

-ές (Α μουσοφιλής, -ές)
προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -φιλής (< φίλος) πρβλ. θεοφιλής].

Greek Monotonic

μουσοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπά τις Μούσες, εραστής των Μουσών, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-φῐλής, ές φιλέω
loving the Muses, Anth.