μυρσινοειδής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrsinoeidis | |Transliteration C=myrsinoeidis | ||
|Beta Code=mursinoeidh/s | |Beta Code=mursinoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=μυρσινοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[myrtle-like]], ὄζοι ''h.Merc.''81, cf. Gal.12.31.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[shaped like a myrtle leaf]], of an incision, Antyll. ap. Orib.44.23.47, Aët.15.5. Adv. [[μυρσινοειδῶς]] Heliod. ap. Orib.44.8.24, Gal.10.886, ''Hippiatr.'' 16.<br><span class="bld">III</span> [[μυρσινοειδές]], τό, = [[κληματίς]], Dsc.4.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
μυρσινοειδές,
A myrtle-like, ὄζοι h.Merc.81, cf. Gal.12.31.
II Medic., shaped like a myrtle leaf, of an incision, Antyll. ap. Orib.44.23.47, Aët.15.5. Adv. μυρσινοειδῶς Heliod. ap. Orib.44.8.24, Gal.10.886, Hippiatr. 16.
III μυρσινοειδές, τό, = κληματίς, Dsc.4.7.
German (Pape)
[Seite 222] ές, myrthenähnlich, -artig; ὄζοι, H. h. Merc. 81; Galen. im adv.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable au myrte.
Étymologie: μύρσινος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
μυρσῐνοειδής: похожий на мирт, миртообразный (ὄζοι HH).
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυρσίνην, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 81. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην.
Greek Monolingual
-ές (Α μυρσινοειδής, -ές)
1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη
2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρσινοειδές
η κληματίδα, το κλαδί της κληματαριάς.
επίρρ...
μυρσινοειδῶς (ΑΜ)
με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. εκτομή σε σχήμα και μέγεθος φύλλου μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος + -ειδής].
Greek Monotonic
μυρσῐνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μυρτιά, σε Ομηρ. Ύμν.