φύξις: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyksis | |Transliteration C=fyksis | ||
|Beta Code=fu/cis | |Beta Code=fu/cis | ||
|Definition=εως, ἡ, older and poet. form of [[φεῦξις]], < | |Definition=-εως, ἡ, older and ''poet.'' form of [[φεῦξις]],<br><span class="bld">A</span> = [[φυγή]], Il.10.311, 447.<br><span class="bld">II</span> [[refuge]], [[escape]], θανάτου Nic.''Th.''588. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, older and poet. form of φεῦξις,
A = φυγή, Il.10.311, 447.
II refuge, escape, θανάτου Nic.Th.588.
German (Pape)
[Seite 1316] ἡ, ältere, bes. poetische Form statt φεῦξις, – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fuite.
Étymologie: φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
φύξις: εως ἡ φεύγω бегство Hom.
Greek (Liddell-Scott)
φύξις: -εως, ἡ, παλαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φεῦξις (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726), = φυγή, Ἰλ. Κ. 311, 447. ΙΙ. καταφυγή, ἀποφυγή, ἐκφυγή, θανάτοιο Νικ. Θηρ. 588.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί
2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτι («φύξις θανάτου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει να δήλωνε αρχικά και τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. τα σύνθ. με φυξι-, βλ. λ. φεύγω)].
Greek Monotonic
φύξις: -εως, ἡ, = φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.