ἐπιμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimelitikos
|Transliteration C=epimelitikos
|Beta Code=e)pimelhtiko/s
|Beta Code=e)pimelhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[able to take charge]], [[managing]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>12.19</span>; <b class="b3">-κή</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[ἐπιμέλεια]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>275e</span>sq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>753a8</span>; <b class="b3">τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ</b>. <span class="bibl">M.Ant.1.16</span>.
|Definition=ἐπιμελητική, ἐπιμελητικόν, [[able to take charge]], [[managing]], X.''Oec.''12.19; ἡ [[ἐπιμελητική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[ἐπιμέλεια]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.''GA''753a8; <b class="b3">τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ.</b> M.Ant.1.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />][[porté à prendre soin de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />[[porté à prendre soin de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητικός Medium diacritics: ἐπιμελητικός Low diacritics: επιμελητικός Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epimelētikós Transliteration B: epimelētikos Transliteration C: epimelitikos Beta Code: e)pimelhtiko/s

English (LSJ)

ἐπιμελητική, ἐπιμελητικόν, able to take charge, managing, X.Oec.12.19; ἡ ἐπιμελητική (sc. τέχνη), = ἐπιμέλεια, Pl.Plt. 275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.GA753a8; τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ. M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 961] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à prendre soin de.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμελητικός: умеющий заботиться, заботливый Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. τέχνη) = ἐπιμέλεια, Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.

Greek Monolingual

ἐπιμελητικός, -ή, -όν (Α) επιμελητής
1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν
η επιμέλεια, η φροντίδα.

Greek Monotonic

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να διευθύνει, διευθυντικός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπιμελητικός, ή, όν [from ἐπιμελητής
able to take charge, managing, Xen.