Λέσβιος: Difference between revisions
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
Latest revision as of 08:10, 11 May 2023
Middle Liddell
Λέσβιος, η, ον, Lesbian, of Lesbos, Hdt., etc.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Lesbos, Lesbien.
Étymologie: Λέσβος.
English (Slater)
Λέσβιος, of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1.
Greek Monotonic
Λέσβιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Λέσβιος: II ὁ лесбосец, житель или уроженец Лесбоса Her., Thuc. etc.
лесбосский (οἰκοδομή Arst.).