μυχόθεν: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mychothen
|Transliteration C=mychothen
|Beta Code=muxo/qen
|Beta Code=muxo/qen
|Definition=Adv. [[from the inmost part of the house]], [[from the women's chambers]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>96</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>35</span> (lyr.).
|Definition=Adv. [[from the inmost part of the house]], [[from the women's chambers]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''96 (anap.), ''Ch.''35 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[du fond]].<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br />[[du fond]].<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], [[-θεν]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυχόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τον [[μυχό]], από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε περὶ φόβῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυχός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, που δηλώνει την από τόπου [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>θεν</i>, <i>κυκλό</i>-<i>θεν</i>)].
|mltxt=[[μυχόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τον [[μυχό]], από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε περὶ φόβῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυχός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, που δηλώνει την από τόπου [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> [[θεόθεν]], [[κυκλόθεν]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 21:54, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόθεν Medium diacritics: μυχόθεν Low diacritics: μυχόθεν Capitals: ΜΥΧΟΘΕΝ
Transliteration A: mychóthen Transliteration B: mychothen Transliteration C: mychothen Beta Code: muxo/qen

English (LSJ)

Adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, A.Ag.96 (anap.), Ch.35 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 224] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, φόβος ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε Ch. 35.

French (Bailly abrégé)

adv.
du fond.
Étymologie: μυχός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόθεν: adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.

Greek Monolingual

μυχόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεόθεν, κυκλόθεν)].

Greek Monotonic

μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
• μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μυχός
adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, Aesch.