ἀκαμαντόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akamantopous
|Transliteration C=akamantopous
|Beta Code=a)kamanto/pous
|Beta Code=a)kamanto/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, [[untiring of foot]], ἵππος <span class="bibl">Id.<span class="title">O.</span>3.3</span>; [[βροντή]], [[ἀπήνη]], ib.<span class="bibl">4.1</span>, <span class="bibl">5.3</span>.
|Definition=ὁ, ἡ, ἀκαμαντόπουν, τό, gen. ποδος, [[untiring of foot]], ἵππος Id.''O.''3.3; [[βροντή]], [[ἀπήνη]], ib.4.1, 5.3.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[untiring]] of [[foot]], [[unwearied]], Pind.
|mdlsjtxt=[[untiring]] of [[foot]], [[unwearied]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντόπους Medium diacritics: ἀκαμαντόπους Low diacritics: ακαμαντόπους Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: akamantópous Transliteration B: akamantopous Transliteration C: akamantopous Beta Code: a)kamanto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ἀκαμαντόπουν, τό, gen. ποδος, untiring of foot, ἵππος Id.O.3.3; βροντή, ἀπήνη, ib.4.1, 5.3.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντόπους) -πουν
• Morfología: [gen. -ποδος]
de pie infatigable ἵππος Pi.O.3.3
fig. incansable βροντά Pi.O.4.1, ἀπήνη Pi.O.5.3.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén.-ποδος
aux pieds infatigables.
Étymologie: ἀκάμας, πούς.

German (Pape)

unermüdlichen Fußes, Pind. ἵπποι Ol. 3.3; ἀπήνη 5.3; βροντή 4.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντόπους: ποδος adj. с неутомимыми ногами, т. е. быстрый, стремительный (ἵπποι, ἀπήνη, βροντή Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. -ποδος, ὁ ἀκάματος εἰς τοὺς πόδας, ἵππος, Πινδ. Ο. 3, 5· ὡσαύτ. ἀκ. βροντή, ἀπήνη, αὐτόθι 4, 2., 5, 6.

English (Slater)

ᾰκᾰμαντόπους with untiring feet ἀκαμαντοπόδων ἵππων (O. 3.3) met. ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1) ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.3)

Greek Monolingual

ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)
αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς
«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + πούς.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, το, ακάματος στα πόδια, μη εξαντλημένος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

untiring of foot, unwearied, Pind.