Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀργυρόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen

Menander, Monostichoi, 159
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyropous
|Transliteration C=argyropous
|Beta Code=a)rguro/pous
|Beta Code=a)rguro/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, [[with silver feet]] or [[legs]], κλίνη <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.4.21</span>; δίφρος <span class="title">IG</span>2.646, <span class="bibl">D.24.129</span>; φορεῖα <span class="bibl">Plb.30.25.18</span>.
|Definition=ὁ, ἡ, ἀργυρόπουν, τό, gen. ποδος, [[with silver feet]] or [[legs]], κλίνη X.''An.''4.4.21; δίφρος ''IG''2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).
|mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῖναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:52, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόπους Medium diacritics: ἀργυρόπους Low diacritics: αργυρόπους Capitals: ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: argyrópous Transliteration B: argyropous Transliteration C: argyropous Beta Code: a)rguro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ἀργυρόπουν, τό, gen. ποδος, with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.

Spanish (DGE)

-ουν
de patas de plata κλῖναι X.An.4.4.21, Aristeas 320, Luc.Cat.16, φορεῖα Plb.30.25.18, δίφρος D.24.129, IG 22.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.Ep.3.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, πούς.

German (Pape)

ποδος, silberfüßig, δίφρος Dem. 24.129; s. Harp.; κλῖναι Xen. An. 4.4.21; φορεῖον Pol. 31.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόπους: 2, gen. ποδος на серебряных ножках (κλῖναι Xen., Plut., Luc.; δίφρος Dem.; φορεῖον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.

Greek Monolingual

ἀργυρόπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῖναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).

Greek Monotonic

ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από ασήμι, σε Ξεν.

Middle Liddell

with silver feet, or legs, Xen.

English (Woodhouse)

with silver feet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)