inútilmente: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἄκραντα]], [[ἀλεμάτως]], [[ἅλιον]], [[ἁλίως]], [[ἄλλως]], [[ἀνεμώλια]], [[ἀνόνητα]], [[ἀνονήτως]], [[ἀνωφελῶς]], [[ἀπράκτως]], [[ἀσυντελῶς]], [[ἀτελειώτως]], [[ἀτελέστως]], [[αὔσιον]], [[αὔτως]], [[ἀχρεῖον]], [[ἀχρήστως]], [[διὰ κενῆς]], [[διακενῆς]], [[διακένως]], [[δωρεάν]], [[εἰκαῖα]], [[εἰκῇ]], [[ἐν κενοῖς]], [[ἐτώσια]], [[ἐτώσιον]], [[ἠλέματα]], [[ἠλεμάτως]], [[ματαίως]], [[μάτην]], [[μάψ]], [[τηνάλλως]], [[τηυσίως]], [[τηϋσίως]], [[φρούδως]] | |sltx=[[ἄκραντα]], [[ἀλεμάτως]], [[ἅλιον]], [[ἁλίως]], [[ἄλλως]], [[ἀνεμώλια]], [[ἀνόνητα]], [[ἀνονήτως]], [[ἀνωφελῶς]], [[ἀπράκτως]], [[ἀσυντελῶς]], [[ἀτελειώτως]], [[ἀτελέστως]], [[αὔσιον]], [[αὔτως]], [[ἀχρεῖον]], [[ἀχρείως]], [[ἀχρήστως]], [[διὰ κενῆς]], [[διακενῆς]], [[διακένως]], [[δωρεάν]], [[εἰκαῖα]], [[εἰκῇ]], [[ἐν κενοῖς]], [[ἐτώσια]], [[ἐτώσιον]], [[ἠλέματα]], [[ἠλεμάτως]], [[ματαίως]], [[μάτην]], [[μάψ]], [[τηνάλλως]], [[τηυσίως]], [[τηϋσίως]], [[φρούδως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:16, 25 January 2024
Spanish > Greek
ἄκραντα, ἀλεμάτως, ἅλιον, ἁλίως, ἄλλως, ἀνεμώλια, ἀνόνητα, ἀνονήτως, ἀνωφελῶς, ἀπράκτως, ἀσυντελῶς, ἀτελειώτως, ἀτελέστως, αὔσιον, αὔτως, ἀχρεῖον, ἀχρείως, ἀχρήστως, διὰ κενῆς, διακενῆς, διακένως, δωρεάν, εἰκαῖα, εἰκῇ, ἐν κενοῖς, ἐτώσια, ἐτώσιον, ἠλέματα, ἠλεμάτως, ματαίως, μάτην, μάψ, τηνάλλως, τηυσίως, τηϋσίως, φρούδως