τηνάλλως
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1108] adv., eigtl. = τὴν ἄλλως ὁδόν, auf einem anderswohin führenden Wege, anderweitig, gew., wie ἄλλως, = ohne besondere Absicht, οὐ γὰρ δὴ τηνάλλως γέ μοι προὔκειτο, ἀλλὰ τοῦ ἀναγκαίου ἕνεκα, D. Hal. C. V. 18; auch = umsonst, vergebens, vgl. Schäf. ad D. Hal. C. V. p. 230; μάτην bei Philem. erklärt.
French (Bailly abrégé)
adv.
gratuitement, inutilement, sans résultat.
Étymologie: abréviation de la locut. τὴν ἄλλως ἄγουσαν ὁδόν par le chemin qui mène ailleurs.
Russian (Dvoretsky)
τηνάλλως: (или τὴν ἄλλως, sc. ἄγουσαν ὁδον) adv.
1 другим путем, иным образом, иначе: οὐδέποτε τ., ἀλλὰ ἀεὶ περὶ αὐτοῦ Plat. не как-либо иначе, а всегда о данном (конкретном) деле;
2 напрасно, впустую, бесцельно (ποιεῖν τι Plat., Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
τηνάλλως: ἢ τὴν ἄλλως, ὡς ἀναγκαίως φέρεται ἐν τῷ: τήν γε ἄλλως, Δίων Κ. 38. 24., 42. 50. - Ἐπίρρ. σχηματισθὲν κατ’ ἔλλειψιν ἐκ τῆς φράσεως. τὴν ἄλλως [ἄγουσαν] ὁδόν, κατὰ τὴν ὁδὸν τὴν φέρουσαν εἰς ἄλλο τέρμα, κατ’ ἄλλην ὁδόν, κατ’ ἄλλον τρόπον, κατ’ οὐδένα ὡρισμένον τρόπον, οἱ ἀγῶνες οὐδέποτε τὴν ἄλλως, ἀλλ’ ἀεὶ τὴν περὶ αὐτοῦ Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε· ἐντεῦθεν, 2) ἀσκόπως, μάτην, ματαίως (πρβλ. ἄλλως ΙΙ. 2), τὴν ἄλλως θεωρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 650Α· τὴν ἄλλως ψηφίζεσθαι Δημ. 34. 11., 398. 8· τὴν ἄλλως ἐπαρεῖ τὴν φωνὴν ὁ αὐτ. 449. 13· τὸ κανοῦν δ’ ὁ παῖς περίεισι τηνάλλως ἔχων Φιλήμων ἐν «Νυκτὶ» 1. ΙΙ. κατ’ ἄλλον τρόπον, Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλπ.· ἴδε Bergler εἰς Ἀλκίφρονα 1. 19.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (σύνθ. από τη φρ. τὴν ἄλλως) βλ. άλλως.
Greek Monotonic
τηνάλλως: ή τὴνἄλλως,
1. επίρρ., ελλειπτικό αντί της φράσης τὴν ἄλλως ἄγουσαν ὁδόν, κατά το δρόμο που οδηγεί διαφορετικά, δηλ. σε όχι συγκεκριμένο δρόμο, σε Πλάτ.
2. χωρίς σκοπό, μάταια, σε Δημ.
Middle Liddell
1. elliptic for τὴν ἄλλως ἄγουσαν ὁδόν = in the way leading differently, i. e. in no particular way, Plat.
2. to no purpose, in vain, Dem.
Translations
unsuccessfully
Czech: neúspěšně; Greek: ανεπιτυχώς; Ancient Greek: ἀνεπιτεύκτως, ἀποτευκτικῶς, ἀπράκτως, ἀπρήκτως, ἀνηνύτως; Esperanto: sensukcese; Hungarian: sikertelenül; Russian: безуспешно; Spanish: infructuosamente, sin éxito, en vano, fracasadamente, fallidamente
in vain
Arabic: عَبَثًا; Armenian: զուր, իզուր; Belarusian: дарэмна, дарма, марна; Bulgarian: напразно; Catalan: en va; Chinese Mandarin: 徒然, 白白, 無益, 无益, 徒勞, 徒劳; Chinook Jargon: k'ax̣chi; Czech: neúspěšně; Dutch: tevergeefs, vergeefs; English: in vain, vainly, pointlessly, uselessly; Esperanto: sensolve, vane; Finnish: turhaan, tarpeettomasti, tarpeetta; French: en vain, inutilement; Galician: en balde, en van; German: vergebens, vergeblich; Greek: μάταια, του κάκου, εις μάτην, επί ματαίω; Ancient Greek: ἄκραντα, ἀλεμάτως, ἅλιον, ἁλίως, ἄλλως, ἀνεμώλια, ἀνόνητα, ἀνονήτως, ἀνωφελῶς, ἀπράκτως, ἀσυντελῶς, ἀτελειώτως, ἀτελέστως, αὔσιον, αὔτως, ἀχρεῖον, ἀχρήστως, διὰ κενῆς, διακενῆς, διακένως, δωρεάν, εἰκαῖα, εἰκῇ, ἐν κενοῖς, ἐτώσια, ἐτώσιον, ἠλέματα, ἠλεμάτως, ματαίως, μάτην, μάψ, τηνάλλως, τηυσίως, τηϋσίως, φρούδως; Hungarian: hiába, hasztalan, hasztalanul; Icelandic: til einskis, árangurslaus, unnið fyrir gýg; Italian: invano; Japanese: 無益の; Kazakh: бекер; Korean: 헛되이; Kurdish Central Kurdish: باداوە; Latin: in cassum, futtile, frustra, in vanum; Malayalam: വൃഥാ, വെറുതെ; Manchu: ᠮᡝᡴᡝᠯᡝ; Maori: parau, paraurehe, huakore; Navajo: chʼééh; Norwegian Bokmål: forgjeves, fånyttes; Nynorsk: forgjeves; Old English: on īdel; Plautdietsch: vejäfs; Polish: daremnie, na darmo, na próżno, bezskutecznie; Portuguese: em vão, inutilmente; Romanian: degeaba, în zadar; Russian: напрасно, зря, даром, тщетно, впустую, всуе, зря, безуспешно, попусту; Serbo-Croatian: ȕzalūd, ȕzalūdno; Slovene: zamàn; Spanish: en vano, en balde, inútilmente; Swedish: förgäves; Tagalog: lihing; Ukrainian: марно, даремно, дарма; Vietnamese: hoài