ερωτηματικός: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἐρωτηματικός;" to "Ancient Greek: ἐρωτηματικός, πυσματικός;") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[interrogative]]=== | |trtx====[[interrogative]]=== | ||
Arabic: اِسْتِفْهَامِيّ; Belarusian: пытальны, запытальны; Bulgarian: въпросителен; Catalan: interrogatiu; Czech: tázací; Dutch: [[vragend]]; Finnish: interrogatiivinen; French: [[interrogatif]]; Galician: interrogativo; German: [[Frage-]], [[interrogativ]], [[fragend]]; Greek: [[ερωτηματικός]]; Ancient Greek: [[ἐρωτηματικός]]; Hungarian: kérdő; Italian: [[interrogativo]]; Latin: [[interrogativus]]; Maori: tūpātai, kupu pātai; Old English: āxiġendlīċ; Polish: pytający; Portuguese: [[interrogativo]]; Russian: [[вопросительный]]; Spanish: [[interrogativo]]; Tagalog: patanong; Ukrainian: питальний, запитальний; Vietnamese: nghi vấn | Arabic: اِسْتِفْهَامِيّ; Belarusian: пытальны, запытальны; Bulgarian: въпросителен; Catalan: interrogatiu; Czech: tázací; Dutch: [[vragend]]; Finnish: interrogatiivinen; French: [[interrogatif]]; Galician: interrogativo; German: [[Frage-]], [[interrogativ]], [[fragend]]; Greek: [[ερωτηματικός]]; Ancient Greek: [[ἐρωτηματικός]], [[πυσματικός]]; Hungarian: kérdő; Italian: [[interrogativo]]; Latin: [[interrogativus]]; Maori: tūpātai, kupu pātai; Old English: āxiġendlīċ; Polish: pytający; Portuguese: [[interrogativo]]; Russian: [[вопросительный]]; Spanish: [[interrogativo]]; Tagalog: patanong; Ukrainian: питальний, запитальний; Vietnamese: nghi vấn | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:53, 27 April 2023
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐρωτηματικός, -ή, -όν) ερώτημα
1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)
2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό βλέμμα»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ερωτηματικό
το σημείο στίξης [;] που μπαίνει στο τέλος της πρότασης η οποία εκφράζει ερώτηση
2. α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική λύση («όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό»)
β) για πρόσωπα τών οποίων ο εσωτερικός κόσμος είναι τόσο μυστηριώδης ώστε δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ερωτηματικό»).
Translations
interrogative
Arabic: اِسْتِفْهَامِيّ; Belarusian: пытальны, запытальны; Bulgarian: въпросителен; Catalan: interrogatiu; Czech: tázací; Dutch: vragend; Finnish: interrogatiivinen; French: interrogatif; Galician: interrogativo; German: Frage-, interrogativ, fragend; Greek: ερωτηματικός; Ancient Greek: ἐρωτηματικός, πυσματικός; Hungarian: kérdő; Italian: interrogativo; Latin: interrogativus; Maori: tūpātai, kupu pātai; Old English: āxiġendlīċ; Polish: pytający; Portuguese: interrogativo; Russian: вопросительный; Spanish: interrogativo; Tagalog: patanong; Ukrainian: питальний, запитальний; Vietnamese: nghi vấn