ξυλουργής: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksylourgis | |Transliteration C=ksylourgis | ||
|Beta Code=culourgh/s | |Beta Code=culourgh/s | ||
|Definition= | |Definition=ξυλουργές, [[made of wood]], διάφραγμα Lyd.''Mag.''3.37. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ξυλουργές, made of wood, διάφραγμα Lyd.Mag.3.37.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλουργής: -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, διάφραγμα Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.
Greek Monolingual
ξυλουργής, -ές (Μ)
κατασκευασμένος από ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλουργής].