ὀστρακόδερμος: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
mNo edit summary |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostrakodermos | |Transliteration C=ostrakodermos | ||
|Beta Code=o)strako/dermos | |Beta Code=o)strako/dermos | ||
|Definition= | |Definition=ὀστρακόδερμον, with a [[shell]] like a [[potsherd]], hard-shelled, καρκίνοι Batr.295; [[ὀστρακόδερμα ζῷα]] = [[testaceans]] or [[molluscs]] (excl. [[cuttlefish]]es), opp. [[μαλακόστρακος|μαλακόστρακα]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''523b9, cf. 590a19, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.6.8, Ath.3.89f, Jul.''Or.''6.193b; also of certain [[crab]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''601a18; of eggs, ib.489b14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:20, 25 November 2023
English (LSJ)
ὀστρακόδερμον, with a shell like a potsherd, hard-shelled, καρκίνοι Batr.295; ὀστρακόδερμα ζῷα = testaceans or molluscs (excl. cuttlefishes), opp. μαλακόστρακα, Arist.HA523b9, cf. 590a19, Thphr. HP 4.6.8, Ath.3.89f, Jul.Or.6.193b; also of certain crabs, Arist.HA601a18; of eggs, ib.489b14.
German (Pape)
[Seite 400] mit harter Schaale, bes. von Schaalthieren; Batrach. 296; Arist. H. A. 1, 6 u. A.; νῶτον, mit harter Schaale, Ath. VII, 317 aus Arist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une écaille en guise de peau.
Étymologie: ὄστρακον, δέρμα.
Russian (Dvoretsky)
ὀστρᾰκόδερμος:
1 твердокожий, черепокожий (καρκίνοι Batr.);
2 покрытый раковиной (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἢ περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, καρκίνοι Βατραχομυομ. 297· ἀντίθ. τῷ μαλακόστρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 11· ἐπὶ ᾠῶν, αὐτόθι 1. 65, 5· ― ὀστρακόδερμα, τά, ὡς τὸ ὀστρακηρά, ζῷα ἔχοντα περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀστρακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο
νεοελλ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι
(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακόδερμα
ζωολ. όρος, μη ταξινομικός, που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό κέλυφος, όπως είναι τα μαλάκια, τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.
αρχ.
(ιδίως για αβγά) αυτός που έχει σκληρό κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ερυθρόδερμος].
Greek Monotonic
ὀστρᾰκόδερμος: -ον (δέρμα), αυτός που έχει κέλυφος σαν κομμάτι από κεραμίδι, που έχει σκληρό κέλυφος, σε Βατραχομ.