ὑγροφυής: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ygrofyis | |Transliteration C=ygrofyis | ||
|Beta Code=u(grofuh/s | |Beta Code=u(grofuh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑγροφυές, [[soft]], [[supple]], [[παρθένος]] Sch.Theoc.1.47. Adv. [[ὑγροφυῶς]], λυγίζεσθαι Aristaenet. 1.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑγροφυές, soft, supple, παρθένος Sch.Theoc.1.47. Adv. ὑγροφυῶς, λυγίζεσθαι Aristaenet. 1.1.
German (Pape)
[Seite 1172] ές, von nasser, feuchter Natur, Schol. Theocr. 1, 47; übh. = ὑγρός; adv. ὑγροφυῶς, Aristaen. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγροφυής: -ές, (φυὴ) ὁ ὑγρὸς τὴν φυήν, εὔκαμπτος, «παρθένος ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 47. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀρισταίν. 1. 1.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός ο οποίος από την φύση του είναι μαλακός, εύκαμπτος («παρθένος ὑγροφυής καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.).
επίρρ...
ὑγροφυῶς Α
με μαλακή, εύκαμπτη σύσταση («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυής (< φύω, φύομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. σκληροφυής].