Μαργίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Margitis
|Transliteration C=Margitis
|Beta Code=*margi/ths
|Beta Code=*margi/ths
|Definition=ου, ὁ, (μάργος) <span class="title">[[Margites]]</span>, i. e. [[madman]], hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1448b30</span>, etc.
|Definition=Μαργίτου, ὁ, ([[μάργος]]) ''[[Margites]]'', i.e. [[madman]], hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.''Po.''1448b30, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαργῑ́της Medium diacritics: Μαργίτης Low diacritics: Μαργίτης Capitals: ΜΑΡΓΙΤΗΣ
Transliteration A: Margítēs Transliteration B: Margitēs Transliteration C: Margitis Beta Code: *margi/ths

English (LSJ)

Μαργίτου, ὁ, (μάργος) Margites, i.e. madman, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.Po.1448b30, etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Margitès :
1 n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;
2 titre d'un poème satirique attribué à Homère.
Étymologie: μάργος.

Russian (Dvoretsky)

Μαργίτης: ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μάργος), δηλ. μανικός, ἠλίθιος ἄνθρωπος, ἥρως κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· μωρός τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «Μαργίτης (διὰ τοῦ ι)· μωρός τις μαινόμενος».

Greek Monotonic

Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο Μαργίτης, δηλ. ένας τρελός τύπος, ήρωας ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.

Middle Liddell

Μαργῑ́της, ου, ὁ, μάργος
Margites, i. e. a mad fellow, hero of a mock-heroic poem ascribed to Homer.