Σαρδόνιος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext=)(.*)(\n}}\n{{elru\n\|elrutext=)(.*)}}" to "$1$2<br />$4}}") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Σαρδόνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[уроженец или житель Сардинии]] Her. | |elrutext='''Σαρδόνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[уроженец или житель Сардинии]] Her.<br />'''Σαρδόνιος:''' [[сардинский]] Her., Theocr. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[Sardinian]] | |woodrun=[[Sardinian]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:44, 23 March 2024
English (LSJ)
v. sub Σαρδώ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.
Greek Monolingual
και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].
Russian (Dvoretsky)
Σαρδόνιος: II ὁ уроженец или житель Сардинии Her.
Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.