τελωνιάς: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=telonias | |Transliteration C=telonias | ||
|Beta Code=telwnia/s | |Beta Code=telwnia/s | ||
|Definition= | |Definition=τελωνιάδος, ἡ, [[of tolls]] or [[customs]], <b class="b3">μᾶζα τ.</b> the good fare of the [[τελῶναι]], ''AP''6.295 (Phan.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
τελωνιάδος, ἡ, of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de fermier général ; μᾶζα ANTH pâte ou mets digne d'un publicain, càd délicat, recherché.
Étymologie: τελώνης.
Russian (Dvoretsky)
τελωνιάς: άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная (μᾶζα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. η τελωνική
2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» — η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σεβαστιάς)].
Greek Monotonic
τελωνιάς: -άδος, ἡ, αυτή που αφορά σε τέλη ή φόρους, μᾶζα τελωνιάς, η πλούσια ζωή των τελώνων, σε Ανθ.
Middle Liddell
τελωνιάς, άδος,
of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the tax-gatherers, Anth.