μεγαλόσωμος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalosomos | |Transliteration C=megalosomos | ||
|Beta Code=megalo/swmos | |Beta Code=megalo/swmos | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλόσωμον, = [[μεγαλοσώματος]] ([[large-bodied]], [[full-bodied]]), Sch. Ar. ''Ra.'' 55, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλόσωμον, = μεγαλοσώματος (large-bodied, full-bodied), Sch. Ar. Ra. 55, etc.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 55, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεγαλόσωμος, -ον)
αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα (πρβλ. υψηλόσωμος) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. αντί μεγαλοσώματος.
German (Pape)
von großem Körper, großleibig, Sp.