παυστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pafstirios
|Transliteration C=pafstirios
|Beta Code=pausth/rios
|Beta Code=pausth/rios
|Definition=παυστήριον,<br><span class="bld">A</span> [[fit for ending]] or [[fit for relieving]], νόσου S.''OT''150.<br><span class="bld">II</span> [[παυστήριον]], τό, [[alleviation]], Nic.''Th.''746; <b class="b3">τοῦ κακοῦ</b> Ar.Byz.Arg.S.''OT''11.<br><span class="bld">2</span> [[outwork]], [[fence]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">3</span> pl., name of mountains on which Orion died, Id.
|Definition=παυστήριον,<br><span class="bld">A</span> [[fit for ending]] or [[fit for relieving]], νόσου [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''150.<br><span class="bld">II</span> [[παυστήριον]], τό, [[alleviation]], Nic.''Th.''746; <b class="b3">τοῦ κακοῦ</b> Ar.Byz.Arg.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''11.<br><span class="bld">2</span> [[outwork]], [[fence]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">3</span> pl., name of mountains on which Orion died, Id.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[παυστήρ]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κατάπαυση]], [[απαλλαγή]] ή [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]], [[λυτρωτικός]] («Φοῑβος... νόσου [[παυστήριος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παυστήριον</i><br />α) η [[ανακούφιση]], το [[ξαλάφρωμα]]<br />β) [[εμπόδιο]], [[φραγμός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Παυστήρια</i><br />τα όρη [[πάνω]] στα οποία πέθανε ο [[Ωρίων]].
|mltxt=-ον, Α [[παυστήρ]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κατάπαυση]], [[απαλλαγή]] ή [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]], [[λυτρωτικός]] («Φοῖβος... νόσου [[παυστήριος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παυστήριον</i><br />α) η [[ανακούφιση]], το [[ξαλάφρωμα]]<br />β) [[εμπόδιο]], [[φραγμός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Παυστήρια</i><br />τα όρη [[πάνω]] στα οποία πέθανε ο [[Ωρίων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστήριος Medium diacritics: παυστήριος Low diacritics: παυστήριος Capitals: ΠΑΥΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: paustḗrios Transliteration B: paustērios Transliteration C: pafstirios Beta Code: pausth/rios

English (LSJ)

παυστήριον,
A fit for ending or fit for relieving, νόσου S.OT150.
II παυστήριον, τό, alleviation, Nic.Th.746; τοῦ κακοῦ Ar.Byz.Arg.S.OT11.
2 outwork, fence, Hsch.
3 pl., name of mountains on which Orion died, Id.

German (Pape)

[Seite 538] zum Aufhörenmachen, Stillen, Beruhigen gehörig, νόσου, Soph. O. R. 150; ὕπνος, Nic. Ther. 746.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut faire cesser, mettre fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστήριος -ον [παυστήρ] in staat om tot bedaren te brengen.

Russian (Dvoretsky)

παυστήριος: останавливающий, прекращающий (νόσου Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

παυστήριος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς κατάπαυσιν ἢ ἀνακούφισιν, νόσου Σοφ. Ο. Τ. 150· ὕπνος π. Νικ. Θηρ. 746. ΙΙ. παυστήριον, τὸ, ἀνακούφισις, Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Ο. Τ.

Greek Monolingual

-ον, Α παυστήρ
1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῖβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον
α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα
β) εμπόδιο, φραγμός
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Παυστήρια
τα όρη πάνω στα οποία πέθανε ο Ωρίων.

Greek Monotonic

παυστήριος: -ον, κατάλληλος για ανακούφιση ή περίθαλψη νόσου, σε Σοφ.

Middle Liddell

παυστήριος, ον,
fit for ending or relieving, νόσου Soph.

English (Woodhouse)

alleviating

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)