παράπρισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-<i>ατος</i>, τὸ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ παραπρίσματα</i><br />α) πριονίσματα, πριονίδια<br />β) <b>μτφ.</b> (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ' ἐπῶν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>πρῑσμα</i> «[[πριονίδι]]»].
|mltxt=-<i>ατος</i>, τὸ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ παραπρίσματα</i><br />α) πριονίσματα, πριονίδια<br />β) <b>μτφ.</b> (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ' ἐπῶν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>πρῖσμα</i> «[[πριονίδι]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπρισμα Medium diacritics: παράπρισμα Low diacritics: παράπρισμα Capitals: ΠΑΡΑΠΡΙΣΜΑ
Transliteration A: paráprisma Transliteration B: paraprisma Transliteration C: paraprisma Beta Code: para/prisma

English (LSJ)

-ατος, τό, sawdust, filings, in plural, ἐλέφαντος, ἐβένου, Inscr.Délos 298 A 181, 320B68 (iii B.C.): metaph., παραπρίσματ' ἐπῶν Ar.Ra.881.

German (Pape)

[Seite 496] τό, was beim Sägen daneben abfällt, Sägespäne; übertr., παραπρίσματ' ἐπῶν, Ar. Ran. 881.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce que l'on scie, sciure, copeau, éclat;
2 tumeur dure sur la jambe d'un cheval.
Étymologie: παρά, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρά-πρισμα -ατος, τό zaagsel, vijlsel; overdr.: παραπρίσματ’ ἐπῶν spitsvondige verzen Aristoph. Ran. 881.

Russian (Dvoretsky)

παράπρισμα: ατος τό pl. опилки: παραπρίσματ᾽ ἐπῶν Arph. стихотворные крохи, стишки.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α
(κυρίως στον πληθ.) τὰ παραπρίσματα
α) πριονίσματα, πριονίδια
β) μτφ. (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ' ἐπῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πρῖσμα «πριονίδι»].

Greek Monotonic

παράπρισμα: -ατος, τό (πρίω), ροκανίδι, πριονίδι, μεταφ. λέγεται για ποιητικές φράσεις, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παράπρισμα: τό, πριονίσματα,πριονίδια, μεταφορ., παραπρίσματ’ ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 881. ΙΙ. νόσημά τι γινόμενον ἐν τοῖς σκέλεσι τῶν ἵππων, Ἱππιατρ.

Middle Liddell

παρά-πρισμα, ατος, τό, πρίω
saw-dust, metaph., of poetic phrases, Ar.

Translations

sawdust

Albanian: tallash; Arabic: نُشَارَة‎; Egyptian Arabic: نشارة‎; Armenian: թեփ; Assyrian Neo-Azerbaijani: kəpək; Basque: zerrauts; Belarusian: пілавінне, апілкі; Bulgarian: стърготини; Catalan: serradures; Cherokee: ᎤᏍᎪᎬ; Chinese Mandarin: 鋸末, 锯末; Min Nan: 鋸屑, 锯屑; Classical Syriac: ܒܪܘܬܐ‎, ܢܣܪܬܐ‎; Czech: piliny; Danish: savsmuld or; Dutch: zaagsel; Esperanto: segaĵo; Faroese: saguspønir; Finnish: sahanpuru; French: sciure; Friulian: seadure; Galician: serraduras; Georgian: ნახერხი; German: Sägemehl, Sägespäne; Greek: ροκανίδι, πριονίδι; Ancient Greek: παράπρισμα, παραπρίσματα, πρίσμα, πρῖσμα, πρίονος ἐκβρώματα; Hawaiian: oka lāʻau; Hungarian: fűrészpor; Icelandic: sag; Ido: seg-pulvero; Indonesian: serbuk gergaji; Irish: min sáibh; Italian: segatura; Japanese: 木屑; Lao: ຂີ້ເລື່ອຍ; Latin: scobis, lanugo; Malagasy: tain-tsofa; Maori: kotakota; Norwegian: sagmugg; Bokmål: sagflis; Nynorsk: sagflis; Pashto: بوره‎; Plautdietsch: Soagespoon; Polish: trociny; Portuguese: serragem; Romanian: rumeguș; Romansch: resgim; Russian: опилки, древесная мука; Slovak: piliny; Sorbian Lower Sorbian: drobna rěz; Upper Spanish: serrín, aserrín; Swedish: sågspån, spån; Tagalog: kusot, piyaos; Thai: ขี้เลื่อย; Turkish: talaş; Vietnamese: mùn cưa; Walloon: soyoere, soeyure; Welsh: blawd llif, llwch llif