ἀνοσία: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anosia | |Transliteration C=anosia | ||
|Beta Code=a)nosi/a | |Beta Code=a)nosi/a | ||
|Definition=ἡ, ( | |Definition=ἡ, ([[ἀ-]] priv., [[νόσος]])<br><span class="bld">A</span> [[freedom from sickness]], Poll.3.107.<br><span class="bld">II</span> ([[ἀ-]] priv., [[ὅσιος]]) ἀνοσίhα ϝοι γένοιτυ = may he be [[accursed]], Inscr. Cypr. 135.29 H. (perhaps neut. pl. [[ἀνόσιhα]]); cf. [[ἀνόσιος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη, -ης<br />[[falta de enfermedad]] Hp.<i>Praec</i>.6, Poll.3.107.<br />-ας, ἡ<br />[[maldición]] ἀνοσί<i>j</i>α Ϝοι γένοιτο <i>IChS</i> 217.29 (Idalion prob. V a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ἡ, Krankheitslosigkeit, Poll. 3, 107. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ἡ, Krankheitslosigkeit, Poll. 3, 107. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνοσία''': ἡ ([[ἄνοσος]]) [[ἔλλειψις]] νόσου, [[ὑγίεια]], Πολυδ. Γ΄, 107. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀνοσία]])<br />το να μην πάσχει [[κανείς]] από κάποια νόσο, το να έχει [[υγεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ικανότητα]] του οργανισμού να αντιστέκεται ή να ξεπερνά μια μικροβιακή ή παρασιτική [[εισβολή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἀ- priv., νόσος)
A freedom from sickness, Poll.3.107.
II (ἀ- priv., ὅσιος) ἀνοσίhα ϝοι γένοιτυ = may he be accursed, Inscr. Cypr. 135.29 H. (perhaps neut. pl. ἀνόσιhα); cf. ἀνόσιος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη, -ης
falta de enfermedad Hp.Praec.6, Poll.3.107.
-ας, ἡ
maldición ἀνοσίjα Ϝοι γένοιτο IChS 217.29 (Idalion prob. V a.C.).
German (Pape)
[Seite 241] ἡ, Krankheitslosigkeit, Poll. 3, 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοσία: ἡ (ἄνοσος) ἔλλειψις νόσου, ὑγίεια, Πολυδ. Γ΄, 107.
Greek Monolingual
η (Α ἀνοσία)
το να μην πάσχει κανείς από κάποια νόσο, το να έχει υγεία
νεοελλ.
η ικανότητα του οργανισμού να αντιστέκεται ή να ξεπερνά μια μικροβιακή ή παρασιτική εισβολή.