σφύραινα: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfyraina | |Transliteration C=sfyraina | ||
|Beta Code=sfu/raina | |Beta Code=sfu/raina | ||
|Definition=ἡ, a sea-fish, of two sorts acc. to Opp.''H.''1.172:<br><span class="bld">a</span> the [[bicuda]], [[Sphyraena spet]];<br><span class="bld">b</span> = Att. [[κέστρα]], Stratt.28, Antiph.97, Arist.''HA''610b5. [ῡ, Opp.l.c., but Stratt. [[l.c.]] has σφῠρ-.] | |Definition=ἡ, a sea-fish, of two sorts acc. to Opp.''H.''1.172:<br><span class="bld">a</span> the [[bicuda]], [[Sphyraena spet]];<br><span class="bld">b</span> = Att. [[κέστρα]], Stratt.28, Antiph.97, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''610b5. [ῡ, Opp.l.c., but Stratt. [[l.c.]] has σφῠρ-.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:05, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, a sea-fish, of two sorts acc. to Opp.H.1.172:
a the bicuda, Sphyraena spet;
b = Att. κέστρα, Stratt.28, Antiph.97, Arist.HA610b5. [ῡ, Opp.l.c., but Stratt. l.c. has σφῠρ-.]
German (Pape)
ἡ, ein Meerfisch, der Hammerfisch, nach seiner Gestalt benannt; Arist. H.A. 9.2; Antiphan. bei Ath. VII.323c.
Russian (Dvoretsky)
σφύραινα: ἡ сфирена (род морской рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σφύραινα: θαλάσσιός τις ἰχθὺς οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, παρ’ Ἀττικ. κέστρα, «ἡ σφύραινα δ’ ἐστὶ τίς; -κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ κικλήσκετε» Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· «κέστρα γὰρ ἡ σφῦρα διὸ καὶ ὁ καλούμενος ἰχθὺς σφύραινα, συνωνύμως καὶ κέστρα ὠνόμασται» Σημείωσις Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σελ. 87. [Θὰ περιέμενέ τις ῡ, ἀλλ’ ὁ Στράττις ἔνθ’ ἀνωτέρ. ἔχει σφῠρ-· καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 172., 3. 117 ὑπάρχει διάφορ. γραφ. μῡραιναι].
Greek Monolingual
η, ΝΑ
τελεόστεο περκόμορφο ψάρι που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια sphyraenidae, κν. σήμερα λούτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + επίθημα -αινα (πρβλ. μύραινα). Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματός του].