ἀμυγδαλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο [[αμυγδαλή]]<br /><b>1.</b> <b> | |mltxt=ο [[αμυγδαλή]]<br /><b>1.</b> <b>συνήθως στον πληθ.</b> οι αμυγδαλίτες<br />οι [[αμυγδαλές]] του λαιμού<br /><b>2.</b> [[φλεγμονή]] τών αμυγδαλών, [[αμυγδαλίτιδα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:36, 21 March 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, = τιθύμαλλος χαρακίας, spurge, spurge of the genus Euphorbia, almond-like, amygdaloid, amygdalites, Dsc.4.164, Plin.HN26.70.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. trovisco macho, Euphorbia charadas L., Dsc.4.164
•Euphorbia platyphyllos L., Plin.HN 26.70.
German (Pape)
[Seite 130] ὁ, Mandeln ähnlich, Plin. H. N. 26, 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυγδαλίτης: миндалевидный, похожий на миндаль Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδαλίτης: [ῑ], ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλίν. 26. 8.
Greek Monolingual
ο αμυγδαλή
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλίτες
οι αμυγδαλές του λαιμού
2. φλεγμονή τών αμυγδαλών, αμυγδαλίτιδα.