ἱππολάπαθον: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippolapathon
|Transliteration C=ippolapathon
|Beta Code=i(ppola/paqon
|Beta Code=i(ppola/paqon
|Definition=[<b class="b3">λᾰ], τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Rumex aquaticus, dock-sorrel</b>, Dsc.2.115, Gal.12.56.</span>
|Definition=[λᾰ], τό, [[Rumex aquaticus]], [[dock-sorrel]], Dsc.2.115, Gal.12.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''ἱππολάπᾰθον''': λᾰ, τό, [[εἶδος]] λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «[[ἱππολάπαθον]], λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. [[ἵππος]] VI.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππολάπαθον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] λάπαθου που φυτρώνει στα έλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λάπαθον]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά μεγάλο»), [[πρβλ]]. [[ιππόκρημνος]], [[ιππόπορνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππολάπᾰθον Medium diacritics: ἱππολάπαθον Low diacritics: ιππολάπαθον Capitals: ΙΠΠΟΛΑΠΑΘΟΝ
Transliteration A: hippolápathon Transliteration B: hippolapathon Transliteration C: ippolapathon Beta Code: i(ppola/paqon

English (LSJ)

[λᾰ], τό, Rumex aquaticus, dock-sorrel, Dsc.2.115, Gal.12.56.

German (Pape)

[Seite 1260] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππολάπᾰθον: λᾰ, τό, εἶδος λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «ἱππολάπαθον, λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππολάπαθον, τὸ (Α)
είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λάπαθον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππόκρημνος, ιππόπορνος].