συνήκοος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synikoos
|Transliteration C=synikoos
|Beta Code=sunh/koos
|Beta Code=sunh/koos
|Definition=συνήκοον, ([[ἀκοή]]) [[hearing together]], οἱ σ. τῶν λόγων Pl.''Lg.''711e; <b class="b3">τῷ κορυφαίῳ σ.</b> [[as able to hear]] as the first, Plu.2.678e.
|Definition=συνήκοον, ([[ἀκοή]]) [[hearing together]], οἱ σ. τῶν λόγων [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''711e; <b class="b3">τῷ κορυφαίῳ σ.</b> [[as able to hear]] as the first, Plu.2.678e.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 13:20, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκοος Medium diacritics: συνήκοος Low diacritics: συνήκοος Capitals: ΣΥΝΗΚΟΟΣ
Transliteration A: synḗkoos Transliteration B: synēkoos Transliteration C: synikoos Beta Code: sunh/koos

English (LSJ)

συνήκοον, (ἀκοή) hearing together, οἱ σ. τῶν λόγων Pl.Lg.711e; τῷ κορυφαίῳ σ. as able to hear as the first, Plu.2.678e.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui entend ou écoute avec, gén.;
2 qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.
Étymologie: ἀκούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνήκοος -οον [συνακούω] die ook hoort, die mede hoort, met gen. iets.

German (Pape)

mithörend; τῶν λόγων, Plat. Legg. IV.711e; τῷ κορυφαίῳ, im Stande den Chorführer mitzuhören, Plut. Symp. 5.5.1, und öfter.

Russian (Dvoretsky)

συνήκοος:
1 вместе слушающий или слышащий (τῶν λόγων Plat.);
2 вместе повинующийся (τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ὁμοῦ ἀκούων, οἱ συν. τῶν λόγων Πλάτ. Νόμ. 711Ε. τῷ κορυφαίῳ σ., ἱκανὸς νὰ ἀκούσῃ ὅσον καὶ ὁ κορυφαῖος, Πλούτ. 2. 678D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 276.

Greek Monolingual

και συνάκοος, -ον, Α
1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ-ήκοος, ὑπ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].