κάταργμα: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάταργμα:''' ατος τό (только pl.)<br /><b class="num">1</b> [[вступительная часть жертвенных даров]] (χέρνιβας καὶ [[κατάργματα]] εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);<br /><b class="num">2</b> (= ἀπαρχαί) приносимые в жертву первинки | |elrutext='''κάταργμα:''' ατος τό (только pl.)<br /><b class="num">1</b> [[вступительная часть жертвенных даров]] (χέρνιβας καὶ [[κατάργματα]] εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);<br /><b class="num">2</b> (= ἀπαρχαί) [[приносимые в жертву первинки]] lut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 21:20, 21 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, only pl. κατάργματα, first offerings (cf. κατάρχω II.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.
German (Pape)
[Seite 1374] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.
Russian (Dvoretsky)
κάταργμα: ατος τό (только pl.)
1 вступительная часть жертвенных даров (χέρνιβας καὶ κατάργματα εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);
2 (= ἀπαρχαί) приносимые в жертву первинки lut.
Greek (Liddell-Scott)
κάταργμα: τὸ·- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. κατάρχω ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ οὐλοχύται, Εὐρ. Ι. Τ. 244· ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.
Greek Monolingual
κάταργμα, τὸ (Α) κατάρχω
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα
οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη της τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
κάταργμα: τό (κατάρχω II),
1. μόνο στον πληθ., κατάργματα, πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.
2. εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.
Middle Liddell
κάταργμα, ατος, τό, κατάρχω II]
1. only in plural κατάργματα, the first offerings, Eur.
2. the purifications made by such offerings, Plut.